- πιτύουσα
- και δ. γρφ. πιτυοῡσσα, ἡ, Α [πίτυς]1. (μόνο στον τ. πιτύουσα) το φυτό ευφόρβιο2. ως κύριο όν. Πιτυοῡσσα προσωνυμία πολλών αρχαίων πόλεων, όπως λ·χ. τής Μιλήτου, τής Φασήλιδος, τής Λαμψάκου κ.ά., ή νησιών, όπως λ.χ. τής Χίου, τών Σπετσών, τής Σαλαμίνας κ.ά., που υποδήλωνε ότι οι τόποι αυτοί ήταν πευκόφυτοι3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Πιτυοῡσσαιδύο νησιά κοντά στην ανατολική ακτή τής Ισπανίας, η Έβουσος και η Οφιούσα.
Dictionary of Greek. 2013.